- καρστ
- (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που ενώνει την Πούντα Γκρόσα με την πόλη Μπιζέ στην Ιστρία και επανεμφανίζεται στα Ν στον κόλπο Κβάρνερ (Κουαρνέρο). Χαρακτηριστικό στοιχείο για τον καθορισμό των ορίων του Κ. είναι η παρουσία ασβεστολιθικών και μαργαϊκών οριζόντων, το ανάγλυφο των οποίων έχει ταπεινωθεί από τη διάλυση και την απόπλυση που έχει προκληθεί από το νερό. Λόγω της αναλογίας των φυσικολιθολογικών αυτών χαρακτήρων που συναντώνται και σε γειτονικές ζώνες, ο όρος καρστ χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει και διάφορες άλλες περιοχές της ευρύτερης περιοχής. Έτσι στα ΝΔ του Κ. εμφανίζεται το Κ. της Ιστρίας, ενώ στα ΒΑ διακρίνεται το ψηλό Κ. και το Κ. του Καρνιόλο. Αυτά συνεχίζονται στα ΝΑ έως το Κ. του Λιβόρνο και από εκεί –μέσω του ποταμού Ρέκα και των ορέων Βέλεμπιτ– φτάνει στο Δαλματικό Κ., που εκτείνεται ανάμεσα στους ποταμούς Ζρμάνια, Κρκα και Νερέτβα, και τέλος στο Βόσνιο Κ., που κατέχει την κεντρική και νότια περιοχή της Βοσνίας. Η περιοχή, όμως, του κυρίως Κ. έχει υποδιαιρεθεί ως εξής (από ΒΔ προς ΝΑ): το Κ. του Μονφαλκόνε, το οποίο στο όρος Σαν Μικέλε φτάνει τα 276 μ., το Κ. της Τεργέστης, στα Β της Τεργέστης, το Κ. της Τσικάρια, που καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα της Ιστρίας, γυμνό και κυματιστό, και τέλος το Κ. της Καστούης (700 μ.), που χαμηλώνει βαθμιαία έως τον κόλπο του Κβάρνερ.
καρστικότητα. Γεωμορφολογικό φαινόμενο που συντελείται κυρίως στις ασβεστολιθικές περιοχές. Ο όρος προέρχεται από την περιοχή του Κ., όπου επισημάνθηκε. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα αποτελούνται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), το οποίο, ενώ δεν διαλύεται από το καθαρό νερό σε αυτή τη μορφή, μετατρέπεται σε διαλυτό δισανθρακικό ασβέστιο, όταν δεχτεί την επίδραση του βρόχινου νερού, που εμπλουτίζεται στην ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και έτσι καθίσταται όξινο. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης αντίδρασης: CaCΟ3 + Η2Ο + CΟ2 Ca(HCΟ3)2Δηλαδή αυτά τα πετρώματα, καθώς συνήθως είναι διερρηγμένα, επιτρέπουν τη βαθύτερη διείσδυση του νερού της βροχής, με αποτέλεσμα την πρόκληση αυτής της χημικής διάβρωσης. Όταν οι ασβεστόλιθοι είναι δολομιτικοί, τότε η διάλυση γίνεται εντονότερη. Η έννοια της καρστικότητας έχει επεκταθεί και σε άλλα πετρώματα που παρουσιάζουν παρόμοια μορφολογία, όπως οι μάργες, οι γύψοι, το ορυκτό αλάτι κ.ά.
Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των τοπίων που έχουν δεχτεί το φαινόμενο της καρστικότητας είναι κυρίως: α) η απουσία μόνιμου επιφανειακού δικτύου και, αντίθετα, η αφθονία υπόγειας υδροφορίας, με αποτέλεσμα άλλοτε τη δημιουργία πηγών στα σημεία επαφής του υδροπερατού στρώματος με ένα αδιαπέρατο, άλλοτε την ανάπτυξη υπόγειων ποταμών, που οφείλονται στην καταβύθιση των επιφανειακών υδάτων μέσα σε υπόγειους οχετούς και σπήλαια –οι οποίοι επανεμφανίζονται συχνά σε μεγάλη απόσταση– και άλλοτε τη δημιουργία υπόγειων λιμνών κλπ.· β) η φανερή παρουσία ειδικών επιφανειακών μορφών, τις οποίες προκαλεί το φαινόμενο της καρστικότητας, λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένων, βαθιά αυλακωμένων, που ονομάζονται αμαξοτροχιές, αυλακιές, δακτυλογλυφές, δολίνες, ουβάλες και πόλγες. Αυτές οι καρστικές περιοχές δίνουν ασυνήθιστα τοπία στην όψη, που μοιάζουν με ερειπωμένες πόλεις. Οι δολίνες είναι κλειστές λεκάνες, κυκλικές ή ελλειπτικές, συνήθως συγκεντρωμένες σε ομάδες. Οι ουβάλες είναι ένα προχωρημένο στάδιο δολινών, που οφείλεται στη διεύρυνση και στη συνένωση πολλών δολινών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία περισσότερο πολύπλοκων μορφών. Επίσης, πόλγη χαρακτηρίζεται μια καρστική πεδιάδα με μεγάλο εμβαδόν και ισχυρές περιφερειακές κλίσεις. Οι ποταμοί, που συνήθως διαρρέουν τις πόλγες, αποχετεύουν τα νερά τους μέσα από τις καταβόθρες, που πάντα υπάρχουν σε αυτές. Πολλές φορές όμως οι καταβόθρες υφίστανται παροδική έμφραξη από τα αδιάλυτα φερτά υλικά που αποτίθενται στον πυθμένα τους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό περιοδικών λιμνών. Γι’ αυτό στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ σε μία περιοχή οι άνθρωποι ψαρεύουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τους καλοκαιρινούς μήνες στην ίδια τοποθεσία καλλιεργούν σιτάρι.
Ο σχηματισμός τόσο της πόλγης όσο και της δολίνης οφείλεται σε μια επιφανειακή καθίζηση από τεκτονικά αίτια ή από κατάρρευση της οροφής υπόγειων σπηλαίων. Παράδειγμα πόλγης στην Ελλάδα είναι η λεκάνη της Κωπαΐδας, που παλαιότερα μεταβαλλόταν περιοδικά άλλοτε σε λίμνη και άλλοτε σε τέλμα, έως ότου (στα τέλη του 19ου αι.) αποξηράνθηκε τελείως με τεχνικά έργα, για να καλλιεργηθεί.
Πολυποίκιλα είναι και τα υπόγεια αποτελέσματα της καρστικότητας. Το όξινο νερό της βροχής, περνώντας μέσα από τις ρωγμές και τις διακλάσεις (ρήγματα) των πετρωμάτων, δημιουργεί με τη διαλυτική του δράση υπόγειους αγωγούς, στοές και σπήλαια με λαβυρινθώδη μορφή. Το σύνολό τους αποτελεί τις λεγόμενες καταβόθρες, οι οποίες σχηματίζονται κατακόρυφα, ενώ οριζόντια αυτή η δράση του νερού δημιουργεί υπόγεια έγκοιλα (σπήλαια).
Οι καταβόθρες, όταν αποτελούνται από μια πινακοειδή κοιλότητα, φράζουν εύκολα, με αποτέλεσμα τη μετατροπή αυτής της κλειστής λεκάνης σε έλος ή λίμνη· αντίθετα, όταν παρουσιάζουν χάσματα και μεγάλες οπές, το νερό εισέρχεται με ορμή σε αυτές και χάνεται στα βάθη της αβύσσου προς άγνωστες κατευθύνσεις, ρέοντας μέσα από λαβυρινθώδεις οχετούς. Σπάνια βρίσκεται η υπόγεια ροή και το σημείο όπου αναβλύζουν και πάλι αυτά τα νερά.
Συχνά τα σπήλαια έχουν σημαντικές διαστάσεις και πολυσύνθετη δομή, με σχηματισμό λιμνών, καταρρακτών, σιφώνων, φυσικών γεφυρών κλπ. Οι διάδρομοι σχηματίζονται ενίοτε από σωρούς ασβεστολιθικών θραυσμάτων, οι οποίοι προέρχονται από τις καταπτώσεις της οροφής. Άλλες μορφές που απαντούν σε αυτά τα σπήλαια είναι οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες, που προέρχονται από την απόθεση ανθρακικού ασβεστίου, καθώς το νερό που το μεταφέρει εξατμίζεται ή χάνει το διοξείδιο του άνθρακα. Οι σταλακτίτες κρέμονται από την οροφή του σπηλαίου, ως κρύσταλλοι πάγου –με μεγάλη ποικιλία μορφών–, ενώ οι σταλαγμίτες ανυψώνονται από το έδαφος προς την οροφή. Πολλές φορές στα τοιχώματα των σπηλαίων πραγματοποιείται απόθεση τραβερτίνη ή γύψου.
Η ποικιλία μορφών που δημιουργείται πολλές φορές μέσα σε αυτά τα σπήλαια ζωντανεύει έναν παράξενο υπόγειο κόσμο, που εμπλουτίζεται με την ενδεχόμενη ύπαρξη μιας υπόγειας λίμνης· γι’ αυτό παρουσιάζουν έντονο τουριστικό ενδιαφέρον. Τα σπήλαια εξετάζονται από ιδιαίτερο κλάδο της γεωλογίας, τη σπηλαιολογία.
Το φαινόμενο της καρστικότητας, εκτός από το ίδιο το Κ. στην περιοχή της Σλοβενίας, εμφανίζεται και σε άλλες χώρες, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις που το καθορίζουν. Απαντάται συχνά στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Φημισμένα για την ομορφιά τους είναι τα σπήλαια των Ιωαννίνων, της Αντιπάρου, της Γλυφάδας Διρού Λακωνίας, των Πετραλώνων Χαλκιδικής και πολλά άλλα (περίπου 4.000), που έχουν μελετηθεί έως σήμερα.
Οι σταλακτίτες, που κρέμονται από την οροφή, και οι σταλαγμίτες, που υψώνονται από το έδαφος, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία των καρστικών σπηλαίων και προέρχονται από την απόθεση ανθρακικού ασβεστίου, καθώς το νερό που το μεταφέρει εξατμίζεται ή χάνει το διοξείδιο του άνθρακα· στη φωτογραφία, το σπήλαιο του Περάματος Ιωαννίνων (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Το σπήλαιο του Περάματος Ιωαννίνων, με τον πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, ανακαλύφθηκε το 1941 και κίνησε το ενδιαφέρον των ειδικών (φωτ. Όλγα Κοντονή).
Η ποικιλία μορφών που δημιουργείται πολλές φορές μέσα σε ένα καρστικό σπήλαιο ζωντανεύει έναν παράξενο υπόγειο κόσμο, που εμπλουτίζεται με την ενδεχόμενη ύπαρξη μιας υπόγειας λίμνης (φωτ. Όλγα Κοντονή).
Το πλήθος των σταλακτιτών και σταλαγμιτών, η ποικιλία των σχηματισμών, ο πλούτος των μορφών, το χρώμα και η φωτεινότητα των κρυσταλλικών αποθέσεων είναι τα στοιχεία που κατατάσσουν το σπήλαιο Περάματος στα Ιωάννινα ανάμεσα στα καλύτερα της Ελλάδας (φωτ. Όλγα Κοντονή).
Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 4.000 καρστικά σπήλαια· στη φωτογραφία, το «Κουτούκι» του Υμηττού (φωτ. I. Σταυρόπουλου).
Η καρστικότητα είναι ένα γεωμορφολογικό φαινόμενο, που παρουσιάζεται σε πετρώματα διαλυτά από το νερό της βροχής, ειδικότερα στις ασβεστολιθικές περιοχές, και δημιουργεί μεγάλες μεταβολές τόσο στο εξωτερικό ανάγλυφο όσο και στην υπόγεια μορφολογία. Εδώ, σχηματική παράσταση καρστικού φαινομένου.
* * *το(γεωμορφ.) όρος που αναφέρεται στο ανάγλυφο περιοχών με ανθρακικά πετρώματα στα οποία εμφανίζονται χαρακτηριστικές επιφανειακές και υπόγειες γεωμορφές οφειλόμενες στη διαβρωτική δράση τών υδάτων.
Dictionary of Greek. 2013.